- τέρριρεμ
- Όρος της βυζαντινής μουσικής. Πρόκειται για ασήμαντες λέξεις, που χρησίμευαν στην ψαλμωδία για μελωδικό καλλωπισμό τους και κυρίως για την παράταση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στις αγρύπνιες των μοναστηριών. Ο όρος είναι άκλιτος και σημαίνει στην πραγματικότητα τερέτισμα, τσιτσίρισμα, χελιδόνισμα. Οι σχολαστικοί μοναχοί Νικόδημος και Αγάπιος, ο επίσκοπος Ζακύνθου Διονύσιος Λάτας και ο Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντίνος E’ έγραψαν, άρθρα εναντίον των τ.
Dictionary of Greek. 2013.